- προσαρμόσει
- προσαρμόζωfit toaor subj act 3rd sg (epic)προσαρμόζωfit tofut ind mid 2nd sgπροσαρμόζωfit tofut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
προκρούστειος — α, ο, Ν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μυθικό πρόσωπο Προκρούστης («προκρούστεια [ή προκρούστειος] κλίνη» το κρεβάτι τού Προκρούστη) 2. μτφ. αυτός που με βίαιο και αυθαίρετο τρόπο προσπαθεί να προσαρμόσει πρόσωπα και καταστάσεις στις δικές… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Βακαρίνι, Τζοβάν Μπατίστα — (GiovanBatista Vaccarini, Παλέρμο 1702 – 1768). Ιταλός αρχιτέκτονας, γνωστός για την ικανότητά του να κατασκευάζει επιστημονικά όργανα από νεαρή ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός και το 1730 εγκαταστάθηκε στην Κατάνη, όπου συνεργάστηκε για την… … Dictionary of Greek